- συνεγγυώ
- συνεγγυῶ, -άω, ΝΑμεσ. συνεγγυώμαι, -άομαιδίνω εγγύηση, εγγυώμαι μαζί με κάποιοναρχ.αρραβωνιάζω κάποιον από κοινού με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐγγυῶ /-ῶμαι «δίνω εγγύηση, μνηστεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεγγυητής — ο, ΝΑ, θηλ. συνεγγυήτρια Ν [συνεγγυῶ] αυτός που εγγυάται κάτι μαζί με άλλον … Dictionary of Greek